- Ἄλτιν
- Ἄλτιςsacred precinct of Zeus at Olympiafem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek
Παγανέλης, Σπυρίδων — (Μύκονος 1852 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και νέος πήγε στην Αθήνα όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Για μια περίοδο χρημάτισε βουλευτής Κυκλάδων και κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.… … Dictionary of Greek